- κονταρίων
- κοντάριονneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COMES Contariorum — seu Praepositus militibus, qui contis utebantur: Κόμης κονταρίων, in Passione S. Basilii Presb. n. 15 … Hofmann J. Lexicon universale
εξαπτέρυγα — εξαπτέρυγα, τα και ξαφτέρυγα, τα και ξαφτέρουγα, τα και ξεφτέρια, τα απλοί ή ακτινωτοί μετάλλινοι δίσκοι στην κορυφή κονταριών, οι οποίοι απεικονίζουν εξαπτέρυγα Σεραφείμ και χρησιμοποιούνται σε θρησκευτικές πομπές, τα ιερά λάβαρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)